- εὑρούσᾳ
- εὑρούσᾱͅ , εὑρίσκωfindaor part act fem dat sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὑροῦσα — εὑρίσκω find aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑρούσας — εὑρούσᾱς , εὑρίσκω find aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) εὑρούσᾱς , εὑρίσκω find aor part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὑροῦσ' — εὑροῦσα , εὑρίσκω find aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) εὑροῦσι , εὑρίσκω find aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) εὑροῦσαι , εὑρίσκω find aor part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχίζω — ΝΜΑ [τεῑχος] 1. κτίζω τείχος, υψώνω τείχος (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», Θουκ. β. «καὶ τοῑσι τειχίζουσι παραδιακόνει», Αριστοφ.) 2. περικλείω με τείχος, περιτειχίζω, οχυρώνω (α. «τειχίζω πόλη» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», Θουκ. γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ… … Dictionary of Greek